- Πρόποδα
- Προπόδηςmasc voc sg (doric)Προπόδηςmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προπόδα — Προπόδᾱ , Προπόδης masc nom/voc/acc dual (doric) Προπόδᾱ , Προπόδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόποδα — πρόπους one that has large feet neut nom/voc/acc pl πρόπους one that has large feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προπόδας — Προπόδᾱς , Προπόδης masc acc pl (doric) Προπόδᾱς , Προπόδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίσκος — ο, ΝΑ μικρό πόδι, ποδαράκι νεοελλ. 1. βοτ. ο μίσχος, ο άξονας από τον οποίο κρέμεται άνθος ή καρπός 2. ναυτ. είδος πρόποδα με τον οποίο δένεται σταθερά το κάτω άκρο τού πρωραίου λώματος τών τριγωνικών και τών τραπεζοειδών ιστίων, κν. μπάνιο.… … Dictionary of Greek
πρόποδον — τὸ, Μ στον πληθ. τὰ πρόποδα οι πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρόποδες* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek